μπιραρία

μπιραρία
η
ζυθοπωλείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. biraria].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μπιραρία — η (λ. βενετ.), μαγαζί που προσφέρει μπίρα, το ζυθοπωλείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζυθοπωλείο — το πρατήριο ζύθου, κατάστημα, κέντρο όπου προσφέρεται ζύθος, μπιραρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυθοπώλης. Η λ. στον λόγιο τ. ζυθοπωλείον μαρτυρείται από το 1837 στον Βασίλ. Κιατίπη] …   Dictionary of Greek

  • μπιραριέρης — ο, θηλ. μπιραριέρα και μπιραριέρισσα ιδιοκτήτης ή υπάλληλος μπιραρίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπιραρία + κατάλ. ιέρης (πρβλ. γκαραζ ιέρης)] …   Dictionary of Greek

  • ζυθοπωλείο — το μπιραρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”